αποκρεύω

αποκρεύω
(αόρ. απόκρεψα) αμετ.
1) провожать масленицу; 2) заговеться; 3) перен. есть или пить в последний раз, напоследок; 4) перен. есть или пить что-л, редко, изредка (особенно деликатес)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποκρεύω" в других словарях:

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

  • αποκρεύω — εψα, κάνω αποκριά, απολαύω κάτι ευχάριστο για τελευταία φορά: Ήταν η τελευταία φορά που αποκρέψαμε όλοι μαζί. – Απόψε θ αποκρέψουμε το φρέσκο ψάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»